Греческо-русский и русско-греческий словарь

Поиск: стена

διατείχισμα Часть речи существительное

Слоги δι - α - τεί - χι - σμα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διατείχισμα

διατειχίσματα

γενική

διατειχίσματος

διατειχισμάτων

αιτιατική

διατείχισμα

διατειχίσματα

κλητική

διατείχισμα

διατειχίσματα

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
стена, перегородка

μάντρα Часть речи существительное

Слоги μά - ντρα

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

μάντρα

μάντρες

γενική

μάντρας

μαντρών

αιτιατική

μάντρα

μάντρες

κλητική

μάντρα

μάντρες

загон (для скота)
огороженный строительный участок
двор
ограда, стена
домик, хижина пастуха

ντουβάρι Часть речи существительное

Слоги ντου - βά - ρι

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ντουβάρι

ντουβάρια

γενική

ντουβαριού

ντουβαριών

αιτιατική

ντουβάρι

ντουβάρια

κλητική

ντουβάρι

ντουβάρια

стена
болван, дуб, чурбан

Είναι ντουβάρι στα γράμματα.

Он чурбан.

Он бестолочь.

Он тупица в ученье.

προτείχισμα Часть речи существительное

Слоги προ - τεί - χι - σμα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

προτείχισμα

προτειχίσματα

γενική

προτειχίσματος

προτειχισμάτων

αιτιατική

προτείχισμα

προτειχίσματα

κλητική

προτείχισμα

προτειχίσματα

воен. вал, стена

τζαμιλίκι Часть речи существительное

Слоги τζα - μι - λί - κι

Артикль τοсредний родединственное число

Иная запись τζαμλίκι

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

τζαμιλίκι

τζαμιλίκια

γενική

τζαμιλικιού

τζαμιλικιών

αιτιατική

τζαμιλίκι

τζαμιλίκια

κλητική

τζαμιλίκι

τζαμιλίκια

застекленное окно, застекленная дверь, стена, перегородка

τζαμαρία Часть речи существительное

Слоги τζα - μα - ρί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

τζαμαρία

τζαμαρίες

γενική

τζαμαρίας

τζαμαριών

αιτιατική

τζαμαρία

τζαμαρίες

κλητική

τζαμαρία

τζαμαρίες

застекленное помещение
застекленное окно, застекленная дверь, стена, перегородка

τοίχος Часть речи существительное

Слоги τοί - χος

Артикль οмужской родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

τοίχος

τοίχοι

γενική

τοίχου

τοίχων

αιτιατική

τοίχο

τοίχους

κλητική

τοίχε

τοίχοι

стена

ωρολόγι του τοίχου

стенные часы

Στον τοίχοο τα λέει.

Как об стенку горох.

Από τον τοίχοα να τα κόψω;

Откуда мне взять, с неба что ли?

ирон.

Το πρόσωπο της τοίχος.

Она вся размалевана, наштукатурена.

Εβάρεσε τον κώλο του στον τοίχοο.

Он вылетел в трубу.

αντηρίδα Часть речи существительное

Слоги α - ντη - ρί - δα

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

αντηρίδα

αντηρίδες

γενική

αντηρίδας

αντηρίδων

αιτιατική

αντηρίδα

αντηρίδες

κλητική

αντηρίδα

αντηρίδες

подпорка
подпорная стена (от оползней и т. п.)

απεριτείχιστος Часть речи прилагательное

Слоги α - πε - ρι - τεί - χι - στος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
απεριτειχιστότερος ο απεριτειχιστότερος

απεριτειχιστότατος

πιο απεριτείχιστος ο πιο απεριτείχιστος πολύ απεριτείχιστος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

απεριτείχιστος

απεριτείχιστη

απεριτείχιστο

γενική

απεριτείχιστου

απεριτείχιστης

απεριτείχιστου

αιτιατική

απεριτείχιστο

απεριτείχιστη

απεριτείχιστο

κλητική

απεριτείχιστε

απεριτείχιστη

απεριτείχιστο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

απεριτείχιστοι

απεριτείχιστες

απεριτείχιστα

γενική

απεριτείχιστων

απεριτείχιστων

απεριτείχιστων

αιτιατική

απεριτείχιστους

απεριτείχιστες

απεριτείχιστα

κλητική

απεριτείχιστοι

απεριτείχιστες

απεριτείχιστα

не обнесенный стеной, неукрепленный

αποτειχίζω Часть речи глагол

Слоги α - πο - τει - χί - ζω

Переходность переходный

Спряжение

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

αποτειχίζω

αποτειχίσω

β' ενικο

αποτειχίζεις

αποτειχίσεις

γ' ενικο

αποτειχίζει

αποτειχίσει

α' πληθυντικό

просторечие αποτειχίζομε

αποτειχίζουμε

диалектное αποτειχίσομε

αποτειχίσουμε

β' πληθυντικό

αποτειχίζετε

αποτειχίσετε

γ' πληθυντικό

αποτειχίζουν

разговорное αποτειχίζουνε

αποτειχίσουν

разговорное αποτειχίσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

αποτείχιζα

αποτείχισα

β' ενικο

αποτείχιζες

αποτείχισες

γ' ενικο

αποτείχιζε

αποτείχισε

α' πληθυντικό

αποτειχίζαμε

αποτειχίσαμε

β' πληθυντικό

αποτειχίζατε

αποτειχίσατε

γ' πληθυντικό

αποτείχιζαν

разговорное αποτειχίζαν

разговорное αποτειχίζανε

αποτείχισαν

разговорное αποτειχίσαν

разговорное αποτειχίσανε

προστακτική
γ' ενικο

αποτείχιζε

αποτείχισε

γ' πληθυντικό

αποτειχίζετε

αποτειχίστε

μετοχή

αποτειχίζοντας

απαρέμφατο

αποτειχίσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
окружать стеной, огораживать
воздвигнуть стену
перегородить стеной

αποτείχιση Часть речи существительное

Слоги α - πο - τεί - χι - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

αποτείχιση

αποτειχίσεις

γενική

αποτείχισης

αποτειχίσεως

αποτειχίσεων

αιτιατική

αποτείχιση

αποτειχίσεις

κλητική

αποτείχιση

αποτειχίσεις

окружение стеной, огораживание

αποτειχισμός Часть речи существительное

Слоги α - πο - τει - χι - σμός

Артикль οмужской родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

αποτειχισμός

αποτειχισμοί

γενική

αποτειχισμού

αποτειχισμών

αιτιατική

αποτειχισμό

αποτειχισμούς

κλητική

αποτειχισμέ

αποτειχισμοί

окружение стеной, огораживание

ατείχιστος Часть речи прилагательное

Слоги α - τεί - χι - στος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
ατειχιστότερος ο ατειχιστότερος

ατειχιστότατος

πιο ατείχιστος ο πιο ατείχιστος πολύ ατείχιστος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ατείχιστος

ατείχιστη

ατείχιστο

γενική

ατείχιστου

ατείχιστης

ατείχιστου

αιτιατική

ατείχιστο

ατείχιστη

ατείχιστο

κλητική

ατείχιστε

ατείχιστη

ατείχιστο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ατείχιστοι

ατείχιστες

ατείχιστα

γενική

ατείχιστων

ατείχιστων

ατείχιστων

αιτιατική

ατείχιστους

ατείχιστες

ατείχιστα

κλητική

ατείχιστοι

ατείχιστες

ατείχιστα

не обнесенный стеной
неукрепленный (о городе и т. п.)

άτοιχος Часть речи прилагательное

Слоги ά - τοι - χος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
ατοιχότερος ο ατοιχότερος

ατοιχότατος

πιο άτοιχος ο πιο άτοιχος πολύ άτοιχος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

άτοιχος

άτοιχη

άτοιχο

γενική

άτοιχου

άτοιχης

άτοιχου

αιτιατική

άτοιχο

άτοιχη

άτοιχο

κλητική

άτοιχε

άτοιχη

άτοιχο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

άτοιχοι

άτοιχες

άτοιχα

γενική

άτοιχων

άτοιχων

άτοιχων

αιτιατική

άτοιχους

άτοιχες

άτοιχα

κλητική

άτοιχοι

άτοιχες

άτοιχα

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
не имеющий стены

διατειχίζω Часть речи глагол

Слоги δι - α - τει - χί - ζω

Переходность переходный

Спряжение

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

διατειχίζω

διατειχίσω

β' ενικο

διατειχίζεις

διατειχίσεις

γ' ενικο

διατειχίζει

διατειχίσει

α' πληθυντικό

просторечие διατειχίζομε

διατειχίζουμε

диалектное διατειχίσομε

διατειχίσουμε

β' πληθυντικό

διατειχίζετε

διατειχίσετε

γ' πληθυντικό

διατειχίζουν

разговорное διατειχίζουνε

διατειχίσουν

разговорное διατειχίσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

διατείχιζα

διατείχισα

β' ενικο

διατείχιζες

διατείχισες

γ' ενικο

διατείχιζε

διατείχισε

α' πληθυντικό

διατειχίζαμε

διατειχίσαμε

β' πληθυντικό

διατειχίζατε

διατειχίσατε

γ' πληθυντικό

διατείχιζαν

разговорное διατειχίζαν

разговорное διατειχίζανε

διατείχισαν

разговорное διατειχίσαν

разговорное διατειχίσανε

προστακτική
γ' ενικο

διατείχιζε

διατείχισε

γ' πληθυντικό

διατειχίζετε

διατειχίστε

μετοχή

διατειχίζοντας

απαρέμφατο

διατειχίσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
отделять стеной

διατοιχίζω Часть речи глагол

Слоги δι - α - τοι - χί - ζω

Переходность переходный

Спряжение

διατοιχίζω

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

διατοιχίζω

διατοιχίσω

β' ενικο

διατοιχίζεις

διατοιχίσεις

γ' ενικο

διατοιχίζει

διατοιχίσει

α' πληθυντικό

просторечие διατοιχίζομε

διατοιχίζουμε

диалектное διατοιχίσομε

διατοιχίσουμε

β' πληθυντικό

διατοιχίζετε

διατοιχίσετε

γ' πληθυντικό

διατοιχίζουν

разговорное διατοιχίζουνε

διατοιχίσουν

разговорное διατοιχίσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

διατοίχιζα

διατοίχισα

β' ενικο

διατοίχιζες

διατοίχισες

γ' ενικο

διατοίχιζε

διατοίχισε

α' πληθυντικό

διατοιχίζαμε

διατοιχίσαμε

β' πληθυντικό

διατοιχίζατε

διατοιχίσατε

γ' πληθυντικό

διατοίχιζαν

разговорное διατοιχίζαν

разговорное διατοιχίζανε

διατοίχισαν

разговорное διατοιχίσαν

разговорное διατοιχίσανε

προστακτική
γ' ενικο

διατοίχιζε

διατοίχισε

γ' πληθυντικό

διατοιχίζετε

διατοιχίστε

μετοχή

διατοιχίζοντας

απαρέμφατο

διατοιχίσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.

διατοιχίζομαι

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

διατοιχίζομαι

διατοιχιστώ

книжное διατοιχισθώ

β' ενικο

διατοιχίζεσαι

διατοιχιστείς

книжное διατοιχισθείς

γ' ενικο

διατοιχίζεται

διατοιχιστεί

книжное διατοιχισθεί

α' πληθυντικό

διατοιχιζόμαστε

книжное διατοιχιζόμεθα

διατοιχιστούμε

книжное διατοιχισθούμε

β' πληθυντικό

книжное διατοιχίζεσθε

διατοιχίζεστε

разговорное διατοιχιζόσαστε

διατοιχιστείτε

книжное διατοιχισθείτε

γ' πληθυντικό

διατοιχίζονται

διατοιχιστούν

разговорное διατοιχιστούνε

книжное διατοιχισθούν

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

διατοιχιζόμουν

разговорное διατοιχιζόμουνα

διατοιχίστηκα

книжное διατοιχίσθηκα

β' ενικο

διατοιχιζόσουν

разговорное διατοιχιζόσουνα

διατοιχίστηκες

книжное διατοιχίσθηκες

γ' ενικο

διατοιχιζόταν

разговорное διατοιχιζότανε

διατοιχίστηκε

книжное διατοιχίσθηκε

α' πληθυντικό

разговорное διατοιχιζόμασταν

διατοιχιζόμαστε

διατοιχιστήκαμε

книжное διατοιχισθήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное διατοιχιζόσασταν

διατοιχιζόσαστε

διατοιχιστήκατε

книжное διατοιχισθήκατε

γ' πληθυντικό

διατοιχίζονταν

разговорное διατοιχιζόντανε

разговорное διατοιχιζόντουσαν

διατοιχίστηκαν

разговорное διατοιχιστήκαν

разговорное διατοιχιστήκανε

книжное διατοιχίσθηκαν

προστακτική
γ' ενικο

διατοιχίσου

γ' πληθυντικό

διατοιχίζεστε

διατοιχιστείτε

книжное διατοιχισθείτε

μετοχή

διατοιχιζόμενος

διατοιχισμένος

απαρέμφατο

διατοιχιστεί

книжное διατοιχισθεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
отделять стеной

εντειχίζω Часть речи глагол

Слоги ε - ντει - χί - ζω

Переходность переходный

Спряжение

εντειχίζω

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

εντειχίζω

εντειχίσω

β' ενικο

εντειχίζεις

εντειχίσεις

γ' ενικο

εντειχίζει

εντειχίσει

α' πληθυντικό

просторечие εντειχίζομε

εντειχίζουμε

диалектное εντειχίσομε

εντειχίσουμε

β' πληθυντικό

εντειχίζετε

εντειχίσετε

γ' πληθυντικό

εντειχίζουν

разговорное εντειχίζουνε

εντειχίσουν

разговорное εντειχίσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

εντείχιζα

εντείχισα

β' ενικο

εντείχιζες

εντείχισες

γ' ενικο

εντείχιζε

εντείχισε

α' πληθυντικό

εντειχίζαμε

εντειχίσαμε

β' πληθυντικό

εντειχίζατε

εντειχίσατε

γ' πληθυντικό

εντείχιζαν

разговорное εντειχίζαν

разговорное εντειχίζανε

εντείχισαν

разговорное εντειχίσαν

разговорное εντειχίσανε

προστακτική
γ' ενικο

εντείχιζε

εντείχισε

γ' πληθυντικό

εντειχίζετε

εντειχίσετε

εντειχίστε

μετοχή

εντειχίζοντας

απαρέμφατο

εντειχίσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.

εντειχίζομαι

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

εντειχίζομαι

εντειχιστώ

книжное εντειχισθώ

β' ενικο

εντειχίζεσαι

εντειχιστείς

книжное εντειχισθείς

γ' ενικο

εντειχίζεται

εντειχιστεί

книжное εντειχισθεί

α' πληθυντικό

εντειχιζόμαστε

книжное εντειχιζόμεθα

εντειχιστούμε

книжное εντειχισθούμε

β' πληθυντικό

книжное εντειχίζεσθε

εντειχίζεστε

разговорное εντειχιζόσαστε

εντειχιστείτε

книжное εντειχισθείτε

γ' πληθυντικό

εντειχίζονται

εντειχιστούν

разговорное εντειχιστούνε

книжное εντειχισθούν

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

εντειχιζόμουν

разговорное εντειχιζόμουνα

εντειχίστηκα

книжное εντειχίσθηκα

β' ενικο

εντειχιζόσουν

разговорное εντειχιζόσουνα

εντειχίστηκες

книжное εντειχίσθηκες

γ' ενικο

εντειχιζόταν

разговорное εντειχιζότανε

εντειχίστηκε

книжное εντειχίσθηκε

α' πληθυντικό

разговорное εντειχιζόμασταν

εντειχιζόμαστε

εντειχιστήκαμε

книжное εντειχισθήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное εντειχιζόσασταν

εντειχιζόσαστε

εντειχιστήκατε

книжное εντειχισθήκατε

γ' πληθυντικό

εντειχίζονταν

разговорное εντειχιζόντανε

разговорное εντειχιζόντουσαν

εντειχίστηκαν

разговорное εντειχιστήκαν

разговорное εντειχιστήκανε

книжное εντειχίσθηκαν

προστακτική
γ' ενικο

εντειχίσου

γ' πληθυντικό

εντειχίζεστε

εντειχιστείτε

книжное εντειχισθείτε

μετοχή

εντειχιζόμενος

εντειχισμένος

απαρέμφατο

εντειχιστεί

книжное εντειχισθεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
замуровывать
прикреплять к стене

εντείχιση Часть речи существительное

Слоги ε - ντεί - χι - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εντείχιση

εντειχίσεις

γενική

εντείχισης

εντειχίσεως

εντειχίσεων

αιτιατική

εντείχιση

εντειχίσεις

κλητική

εντείχιση

εντειχίσεις

замуровывание
прикрепление к стене

εντειχισμός Часть речи существительное

Слоги ε - ντει - χι - σμός

Артикль οмужской родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εντειχισμός

εντειχισμοί

γενική

εντειχισμού

εντειχισμών

αιτιατική

εντειχισμό

εντειχισμούς

κλητική

εντειχισμέ

εντειχισμοί

замуровывание
прикрепление к стене

εντοιχίζω Часть речи глагол

Слоги ε - ντοι - χί - ζω

Переходность переходный

Спряжение

εντοιχίζω

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

εντοιχίζω

εντοιχίσω

β' ενικο

εντοιχίζεις

εντοιχίσεις

γ' ενικο

εντοιχίζει

εντοιχίσει

α' πληθυντικό

просторечие εντοιχίζομε

εντοιχίζουμε

диалектное εντοιχίσομε

εντοιχίσουμε

β' πληθυντικό

εντοιχίζετε

εντοιχίσετε

γ' πληθυντικό

εντοιχίζουν

разговорное εντοιχίζουνε

εντοιχίσουν

разговорное εντοιχίσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

εντοίχιζα

εντοίχισα

β' ενικο

εντοίχιζες

εντοίχισες

γ' ενικο

εντοίχιζε

εντοίχισε

α' πληθυντικό

εντοιχίζαμε

εντοιχίσαμε

β' πληθυντικό

εντοιχίζατε

εντοιχίσατε

γ' πληθυντικό

εντοίχιζαν

разговорное εντοιχίζαν

разговорное εντοιχίζανε

εντοίχισαν

разговорное εντοιχίσαν

разговорное εντοιχίσανε

προστακτική
γ' ενικο

εντοίχιζε

εντοίχισε

γ' πληθυντικό

εντοιχίζετε

εντοιχίσετε

εντοιχίστε

μετοχή

εντοιχίζοντας

απαρέμφατο

εντοιχίσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.

εντοιχίζομαι

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

εντοιχίζομαι

εντοιχιστώ

книжное εντοιχισθώ

β' ενικο

εντοιχίζεσαι

εντοιχιστείς

книжное εντοιχισθείς

γ' ενικο

εντοιχίζεται

εντοιχιστεί

книжное εντοιχισθεί

α' πληθυντικό

εντοιχιζόμαστε

книжное εντοιχιζόμεθα

εντοιχιστούμε

книжное εντοιχισθούμε

β' πληθυντικό

книжное εντοιχίζεσθε

εντοιχίζεστε

разговорное εντοιχιζόσαστε

εντοιχιστείτε

книжное εντοιχισθείτε

γ' πληθυντικό

εντοιχίζονται

εντοιχιστούν

разговорное εντοιχιστούνε

книжное εντοιχισθούν

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

εντοιχιζόμουν

разговорное εντοιχιζόμουνα

εντοιχίστηκα

книжное εντοιχίσθηκα

β' ενικο

εντοιχιζόσουν

разговорное εντοιχιζόσουνα

εντοιχίστηκες

книжное εντοιχίσθηκες

γ' ενικο

εντοιχιζόταν

разговорное εντοιχιζότανε

εντοιχίστηκε

книжное εντοιχίσθηκε

α' πληθυντικό

разговорное εντοιχιζόμασταν

εντοιχιζόμαστε

εντοιχιστήκαμε

книжное εντοιχισθήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное εντοιχιζόσασταν

εντοιχιζόσαστε

εντοιχιστήκατε

книжное εντοιχισθήκατε

γ' πληθυντικό

εντοιχίζονταν

разговорное εντοιχιζόντανε

разговорное εντοιχιζόντουσαν

εντοιχίστηκαν

разговорное εντοιχιστήκαν

разговорное εντοιχιστήκανε

книжное εντοιχίσθηκαν

προστακτική
γ' ενικο

εντοιχίσου

γ' πληθυντικό

εντοιχίζεστε

εντοιχιστείτε

книжное εντοιχισθείτε

μετοχή

εντοιχιζόμενος

εντοιχισμένος

απαρέμφατο

εντοιχιστεί

книжное εντοιχισθεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
замуровывать
прикреплять к стене