Греческо-русский и русско-греческий словарь

Поиск: руководство

διαχείριση Часть речи существительное

Слоги δι - α - χεί - ρι - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διαχείριση

διαχειρίσεις

γενική

διαχείρισης

διαχειρίσεως

διαχειρίσεων

αιτιατική

διαχείριση

διαχειρίσεις

κλητική

διαχείριση

διαχειρίσεις

управление, заведование, руководство
ведение (дел и т. п.)
управление, администрация
служба, ведающая финансовыми делами, материалами
воен. хозяйственное управление, интендантство

διδασκαλία Часть речи существительное

Слоги δι - δα - σκα - λί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διδασκαλία

διδασκαλίες

γενική

διδασκαλίας

διδασκαλιών

αιτιατική

διδασκαλία

διδασκαλίες

κλητική

διδασκαλία

διδασκαλίες

преподавание, обучение
руководство, наставление
поучение
инструкция
учение

διδασκαλία τοό Λένιν

учение Ленина

театр. постановка (действие)

διεύθυνση Часть речи существительное

Слоги δι - εύ - θυν - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διεύθυνση

διευθύνσεις

γενική

διεύθυνσης

διευθύνσεως

διευθύνσεων

αιτιατική

διεύθυνση

διευθύνσεις

κλητική

διεύθυνση

διευθύνσεις

заведование
управление, руководство

Η ορχήστρα υπό την διεύθυνση…

Оркестр под управлением…

дирекция
правление, управление

κεντρική διεύθυνση

главное управление

ведомство
администрация, начальство
руководство
направление, сторона
адрес

γραφείο διευθύνσεων

адресный стол

διοίκηση Часть речи существительное

Слоги δι - οί - κη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διοίκηση

διοικήσεις

γενική

διοίκησης

διοικήσεως

διοικήσεων

αιτιατική

διοίκηση

διοικήσεις

κλητική

διοίκηση

διοικήσεις

правление, управление, ведение (хозяйство, дел)
администрация
руководство
воен. командование

ανώτατη διοίκηση

верховное командование

αναλαμβάνω τη διοίκηση

принимать на себя командование

административное деление
административное учреждение, управление

γενική διοίκηση

префектура (в Греции)

εγχειρίδιο Часть речи существительное

Слоги εγ - χει - ρί - δι - ο

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εγχειρίδιο

εγχειρίδια

γενική

εγχειριδίου

εγχειριδίων

αιτιατική

εγχειρίδιο

εγχειρίδια

κλητική

εγχειρίδιο

εγχειρίδια

нож
кинжал
справочник, руководство
пособие
учебник

ηγεσία Часть речи существительное

Слоги η - γε - σί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ηγεσία

ηγεσίες

γενική

ηγεσίας

ηγεσιών

αιτιατική

ηγεσία

ηγεσίες

κλητική

ηγεσία

ηγεσίες

руководство (действие)

κομματική ηγεσία

ηγεσία του κόμματος

партийное руководство

руководство партии

αναλαμβάνω την ηγεσία

брать на себя руководство

становиться лидером

руководящая верхушка, руководители, руководство
воен. собир. командование

ηνιοχεία Часть речи существительное

Слоги η - νι - ο - χεί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ηνιοχεία

ηνιοχείες

γενική

ηνιοχείας

ηνιοχειών

αιτιατική

ηνιοχεία

ηνιοχείες

κλητική

ηνιοχεία

ηνιοχείες

управление (лошадьми)
перен. управление, руководство

καθοδήγηση Часть речи существительное

Слоги κα - θο - δή - γη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

καθοδήγηση

καθοδηγήσεις

γενική

καθοδήγησης

καθοδηγήσεως

καθοδηγήσεων

αιτιατική

καθοδήγηση

καθοδηγήσεις

κλητική

καθοδήγηση

καθοδηγήσεις

руководство

κομματική (συλλογική) καθοδήγηση

партийное (коллективное) руководство

με την άμεση καθοδήγηση

υπό την άμεση καθοδήγηση

под непосредственным руководством

καθοδήγηση γιά δράση

руководство к действию

κατεύθυνση Часть речи существительное

Слоги κα - τεύ - θυν - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

κατεύθυνση

κατευθύνσεις

γενική

κατεύθυνσης

κατευθύνσεως

κατευθύνσεων

αιτιατική

κατεύθυνση

κατευθύνσεις

κλητική

κατεύθυνση

κατευθύνσεις

прям., перен. направление, курс

δίνω κατεύθυνση

направлять

давать направление

μεταβάλλω κατεύθυνση

αλλάζω κατεύθυνση

менять курс

менять направление

παίρνω άσχημη κατεύθυνση

идти по неправильному пути

πρός αυτήν την κατεύθυνση

в этом направлении

πρός όλες τίς κατευθύνσεις

по всем направлениям

σε όλες τίς κατευθύνσεις

во всех направлениях

Με κατεύθυνση πρός…

В направлении на…

По направлению к…

направленность
направление, наведение, нацеливание

κατεύθυνση του πυρός

направление огни

устремление (взгляда и т. п.)
руководство
указание
директива

γενική κατεύθυνση

общее указание

директива

μέθοδος Часть речи существительное

Слоги μέ - θο - δος

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

μέθοδος

μέθοδοι

γενική

μεθόδου

μεθόδων

αιτιατική

μέθοδο

μεθόδους

κλητική

μέθοδο

μέθοδοι

метод
способ, прием
пособие, руководство

μέθοδος ρωσσικής

руководство по русскому языку

мат. правило

η μέθοδος των τριών

тройное правило

με 'μέθοδο

методично

размеренно

οδηγία Часть речи существительное

Слоги ο - δη - γί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

οδηγία

οδηγίες

γενική

οδηγίας

οδηγιών

αιτιατική

οδηγία

οδηγίες

κλητική

οδηγία

οδηγίες

указание
совет
напутствие
директива
инструкция

παραβιάζω τίς οδηγίες

нарушать инструкцию

σύμφωνα με τίς οδηγίες

по инструкции

согласно инструкции

предводительство, руководство

υπό την οδηγία

под водительством

под руководством

οδηγός Часть речи существительное

Слоги ο - δη - γός

Артикль οмужской родединственное число

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

οδηγός

οδηγοί

γενική

οδηγού

οδηγών

αιτιατική

οδηγό

οδηγούς

κλητική

οδηγέ

οδηγοί

провожатый, провожатая
проводник, проводница

οδηγός ταξιδιού

путеводитель

οδηγός μαγειρικής

руководство по кулинарии

предводитель, предводительница, вожак, руководитель, руководительница
машинист
вагоновожатый
водитель

άδεια οδηγού

водительские права

удостоверение водителя

ερασιτέχνης οδηγός

автолюбитель

справочник, указатель
руководство, наставление, инструкция

οδήγηση Часть речи существительное

Слоги ο - δή - γη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

οδήγηση

οδηγήσεις

γενική

οδήγησης

οδηγήσεως

οδηγήσεων

αιτιατική

οδήγηση

οδηγήσεις

κλητική

οδήγηση

οδηγήσεις

управление, руководство
управление (автомашиной и т. п.)
вождение (транспорта)

τυφλοσούρτης Часть речи существительное

Слоги τυ - φλο - σούρ - της

Артикль οмужской родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

τυφλοσούρτης

τυφλοσούρτες

γενική

τυφλοσούρτη

τυφλοσουρτών

αιτιατική

τυφλοσούρτη

τυφλοσούρτες

κλητική

τυφλοσούρτη

τυφλοσούρτες

поводырь
перен. справочник, руководство (для учащихся)

χειραγώγηση Часть речи существительное

Слоги χει - ρα - γώ - γη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

χειραγώγηση

χειραγωγήσεις

γενική

χειραγώγησης

χειραγωγήσεως

χειραγωγήσεων

αιτιατική

χειραγώγηση

χειραγωγήσεις

κλητική

χειραγώγηση

χειραγωγήσεις

руководство
вождение за руку

χειρισμός Часть речи существительное

Слоги χει - ρι - σμός

Артикль οмужской родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

χειρισμός

χειρισμοί

γενική

χειρισμού

χειρισμών

αιτιατική

χειρισμό

χειρισμούς

κλητική

χειρισμέ

χειρισμοί

умение обращаться (с чем-либо)
владение (чем-либо)
умение применять (что-либо)
управление (машиной и т. п.)
манипуляция (чем-либо)
ведение (дел и т. п.)
руководство (чем-либо)
изложение, пересказ

αδιοικησία Часть речи существительное

Слоги α - δι - οι - κη - σί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

αδιοικησία

αδιοικησίες

γενική

αδιοικησίας

αδιοικησιών

αιτιατική

αδιοικησία

αδιοικησίες

κλητική

αδιοικησία

αδιοικησίες

отсутствие административного руководства
плохое управление
запущенность (хозяйства и т. п.)

αδιοίκητος Часть речи прилагательное

Слоги α - δι - οί - κη - τος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
αδιοικητότερος ο αδιοικητότερος

αδιοικητότατος

πιο αδιοίκητος ο πιο αδιοίκητος πολύ αδιοίκητος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

αδιοίκητος

αδιοίκητη

αδιοίκητο

γενική

αδιοίκητου

αδιοίκητης

αδιοίκητου

αιτιατική

αδιοίκητο

αδιοίκητη

αδιοίκητο

κλητική

αδιοίκητε

αδιοίκητη

αδιοίκητο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

αδιοίκητοι

αδιοίκητες

αδιοίκητα

γενική

αδιοίκητων

αδιοίκητων

αδιοίκητων

αιτιατική

αδιοίκητους

αδιοίκητες

αδιοίκητα

κλητική

αδιοίκητοι

αδιοίκητες

αδιοίκητα

лишенный руководства, управления, командования
плохо управляемый
запущенный (о хозяйстве и т. п.)

ανοδήγητος Часть речи прилагательное

Слоги α - νο - δή - γη - τος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
ανοδηγητότερος ο ανοδηγητότερος

ανοδηγητότατος

πιο ανοδήγητος ο πιο ανοδήγητος πολύ ανοδήγητος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ανοδήγητος

ανοδήγητη

ανοδήγητο

γενική

ανοδήγητου

ανοδήγητης

ανοδήγητου

αιτιατική

ανοδήγητο

ανοδήγητη

ανοδήγητο

κλητική

ανοδήγητε

ανοδήγητη

ανοδήγητο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ανοδήγητοι

ανοδήγητες

ανοδήγητα

γενική

ανοδήγητων

ανοδήγητων

ανοδήγητων

αιτιατική

ανοδήγητους

ανοδήγητες

ανοδήγητα

κλητική

ανοδήγητοι

ανοδήγητες

ανοδήγητα

не имеющий проводника, без проводника
не имеющий указаний
неинструктированный
действующий самостоятельно, без руководства
самостоятельный

κακοδιοίκηση Часть речи существительное

Слоги κα - κο - δι - οί - κη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

κακοδιοίκηση

κακοδιοικήσεις

γενική

κακοδιοίκησης

κακοδιοικήσεως

κακοδιοικήσεων

αιτιατική

κακοδιοίκηση

κακοδιοικήσεις

κλητική

κακοδιοίκηση

κακοδιοικήσεις

плохое руководство, управление, ведение дел