Греческо-русский и русско-греческий словарь

Поиск: ошибка

ανακρίβεια Часть речи существительное

Слоги α - να - κρί - βει - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ανακρίβεια

ανακρίβειες

γενική

ανακρίβειας

ανακριβειών

αιτιατική

ανακρίβεια

ανακρίβειες

κλητική

ανακρίβεια

ανακρίβειες

неточность
погрешность, ошибка
ложь

απάτη Часть речи существительное

Слоги α - πά - τη

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

απάτη

απάτες

γενική

απάτης

απατών

αιτιατική

απάτη

απάτες

κλητική

απάτη

απάτες

ложь
хитрость
обман

με απάτη

обманным путем

обман, заблуждение, ошибка

οπτική απάτη

обман зрения

оптический обман

фокус

трюк

Συνέρχομαι από την απάτη.

Понять свою ошибку.

юр. незаконное присвоение (чужого добра)
выгода, полученная обманом
супружеская измена

διαμαρτία Часть речи существительное

Слоги δι - α - μαρ - τί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

διαμαρτία

διαμαρτίες

γενική

διαμαρτίας

διαμαρτιών

αιτιατική

διαμαρτία

διαμαρτίες

κλητική

διαμαρτία

διαμαρτίες

уст. промах, ошибка
мед. порок развития (органов, частей тела)

εξολίσθημα Часть речи существительное

Слоги ε - ξο - λί - σθη - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εξολίσθημα

εξολισθήματα

γενική

εξολισθήματος

εξολισθημάτων

αιτιατική

εξολίσθημα

εξολισθήματα

κλητική

εξολίσθημα

εξολισθήματα

ошибка, заблуждение, неверный шаг
моральное падение

εξολίσθηση Часть речи существительное

Слоги ε - ξο - λί - σθη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εξολίσθηση

εξολισθήσεις

γενική

εξολίσθησης

εξολισθήσεως

εξολισθήσεων

αιτιατική

εξολίσθηση

εξολισθήσεις

κλητική

εξολίσθηση

εξολισθήσεις

выскальзывание
соскальзывание
ускользание (из памяти)
ошибка, заблуждение, неверный шаг
моральное падение

λάθος Часть речи существительное

Слоги λά - θος

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

λάθος

λάθη

γενική

λάθους

λαθών

αιτιατική

λάθος

λάθη

κλητική

λάθος

λάθη

ошибка

τυπογραφικό λάθος

опечатка

Κάνετε λάθος.

Вы ошибаетесь.

κατά λάθος

εκ λάθους

по ошибке

ошибочно

γίνεται λάθος

здесь что-то не так

Έγινε λάθος!

Недоглядели!

промах
погрешность

Το λάθος είναι δικό σας.

Это ваша вина.

заблуждение

κάνω λάθος

ошибаться

заблуждаться

ολίσθημα Часть речи существительное

Слоги ο - λί - σθη - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ολίσθημα

ολισθήματα

γενική

ολισθήματος

ολισθημάτων

αιτιατική

ολίσθημα

ολισθήματα

κλητική

ολίσθημα

ολισθήματα

скольжение
падение
проступок, грех
ошибочный шаг, ошибка

τα ολισθήματα της νεότητος

грехи молодости

ολίσθηση Часть речи существительное

Слоги ο - λί - σθη - ση

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ολίσθηση

ολισθήσεις

γενική

ολίσθησης

ολισθήσεως

ολισθήσεων

αιτιατική

ολίσθηση

ολισθήσεις

κλητική

ολίσθηση

ολισθήσεις

скольжение
падение
проступок, грех
ошибочный шаг, ошибка

τα ολισθήματα της νεότητος

грехи молодости

παραγνώρισμα Часть речи существительное

Слоги πα - ρα - γνώ - ρι - σμα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παραγνώρισμα

παραγνωρίσματα

γενική

παραγνωρίσματος

παραγνωρισμάτων

αιτιατική

παραγνώρισμα

παραγνωρίσματα

κλητική

παραγνώρισμα

παραγνωρίσματα

ошибка (когда обознаются)

παραπάτημα Часть речи существительное

Слоги πα - ρα - πά - τη - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παραπάτημα

παραπατήματα

γενική

παραπατήματος

παραπατημάτων

αιτιατική

παραπάτημα

παραπατήματα

κλητική

παραπάτημα

παραπατήματα

прям., перен. неверный шаг, ложный, ошибочный шаг
шатающаяся, неверная походка
ошибка, погрешность

παραπατήματα της νεότητας

грехи молодости

παρατιμονιά Часть речи существительное

Слоги πα - ρα - τι - μο - νιά

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παρατιμονιά

παρατιμονιές

γενική

παρατιμονιάς

παρατιμονιών

αιτιατική

παρατιμονιά

παρατιμονιές

κλητική

παρατιμονιά

παρατιμονιές

неверное движение, резкий поворот рули
перен. неверный шаг
ошибка, промах, предосудительный поступок

παρατροπή Часть речи существительное

Слоги πα - ρα - τρο - πή

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παρατροπή

παρατροπές

γενική

παρατροπής

παρατροπών

αιτιατική

παρατροπή

παρατροπές

κλητική

παρατροπή

παρατροπές

изменение направления (чего-либо)
отклонение (в сторону)
отход от правильного пути
уклон, ошибка

παράπτωμα Часть речи существительное

Слоги πα - ρά - πτω - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παράπτωμα

παραπτώματα

γενική

παραπτώματος

παραπτωμάτων

αιτιατική

παράπτωμα

παραπτώματα

κλητική

παράπτωμα

παραπτώματα

оплошность, ошибка, промах
ирон. грехопадение

παρερμήνευμα Часть речи существительное

Слоги πα - ρερ - μή - νευ - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

παρερμήνευμα

παρερμηνεύματα

γενική

παρερμηνεύματος

παρερμηνευμάτων

αιτιατική

παρερμήνευμα

παρερμηνεύματα

κλητική

παρερμήνευμα

παρερμηνεύματα

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
неточность
искажение
ошибка

πλάνη Часть речи существительное

Слоги πλά - νη

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

πλάνη

πλάνες

γενική

πλάνης

πλανών

αιτιατική

πλάνη

πλάνες

κλητική

πλάνη

πλάνες

заблуждение, ошибка

Είναι θύμα δικαστικής πλάνης.

Он жертва судебной ошибки.

βγάζω από την πλάνη

вывести из заблуждения

ευρίσκομαι εν πλάνη

заблуждаться

рубанок

πταίσμα Часть речи существительное

Слоги πταί - σμα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

πταίσμα

πτάισματα

γενική

πτάισματος

πταισμάτων

αιτιατική

πταίσμα

πτάισματα

κλητική

πταίσμα

πτάισματα

вина, провинность
ошибка, погрешность
юр. незначительное правонарушение, проступок
суд первой инстанции, разбирающий незначительные правонарушения

πηγαίνω κάποιον στο πταίσμα

привлекать кого-либо к судебной ответственности за незначительное правонарушение

σφάλλω Часть речи глагол

Слоги σφάλ - λω

Переходность непереходный

Спряжение

σφάλλω

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

σφάλλω

σφάλω

β' ενικο

σφάλλεις

σφάλεις

γ' ενικο

σφάλλει

σφάλει

α' πληθυντικό

просторечие σφάλλομε

σφάλλουμε

диалектное σφάλομε

σφάλουμε

β' πληθυντικό

σφάλλετε

σφάλετε

γ' πληθυντικό

σφάλλουν

разговорное σφάλλουνε

σφάλουν

разговорное σφάλουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

έσφαλλα

έσφαλα

β' ενικο

έσφαλλες

έσφαλες

γ' ενικο

έσφαλλε

έσφαλε

α' πληθυντικό

σφάλλαμε

σφάλαμε

β' πληθυντικό

σφάλλατε

σφάλατε

γ' πληθυντικό

έσφαλλαν

разговорное σφάλλαν

разговорное σφάλλανε

έσφαλαν

разговорное σφάλαν

разговорное σφάλανε

προστακτική
γ' ενικο

σφάλλε

σφάλε

γ' πληθυντικό

σφάλλετε

σφάλετε

μετοχή

σφάλλοντας

απαρέμφατο

σφάλει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο
β' ενικο
γ' ενικο
α' πληθυντικό
β' πληθυντικό
γ' πληθυντικό
παρατατικός αόριστος
α' ενικο
β' ενικο
γ' ενικο
α' πληθυντικό
β' πληθυντικό
γ' πληθυντικό
προστακτική
γ' ενικο
γ' πληθυντικό
μετοχή

εσφαλμένος

απαρέμφατο
Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
погрешить
допустить погрешность
совершать проступок, ошибку, промах
ошибаться, заблуждаться

Αν δέν σφάλλω…

Если я не ошибаюсь…

промахиваться, просчитываться

σφάλμα Часть речи существительное

Слоги σφάλ - μα

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

σφάλμα

σφάλματα

γενική

σφάλματος

σφαλμάτων

αιτιατική

σφάλμα

σφάλματα

κλητική

σφάλμα

σφάλματα

ошибка, погрешность

τυπογραφικό σφάλμα

опечатка

ορθογραφικό σφάλμα

орфографическая ошибка

промах, просчет
проступок
ошибка, заблуждение

Διέπραξα μεγάλο σφάλμα.

Я совершил большую ошибку.

ομολογώ το σφάλμα μού

признавать свою ошибку

φάλτσο Часть речи существительное

Слоги φάλ - τσο

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

φάλτσο

φάλτσα

γενική

φάλτσου

φάλτσων

αιτιατική

φάλτσο

φάλτσα

κλητική

φάλτσο

φάλτσα

муз. фальшь, диссонанс
ошибка
каблучная пластинка
кикс (неудачный удар в бильярде)

φταίξιμο Часть речи существительное

Слоги φταί - ξι - μο

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

φταίξιμο

φταιξίματα

γενική

φταίξιμου

φταιξίματος

φταιξιμάτων

αιτιατική

φταίξιμο

φταιξίματα

κλητική

φταίξιμο

φταιξίματα

вина, провинность
ошибка