Греческо-русский и русско-греческий словарь

Поиск: красота

αγλαΐζω Часть речи глагол

Слоги α - γλα - ΐ - ζω

Переходность переходный

Спряжение

αγλαΐζω

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

αγλαΐζω

αγλαΐσω

β' ενικο

αγλαΐζεις

αγλαΐσεις

γ' ενικο

αγλαΐζει

αγλαΐσει

α' πληθυντικό

просторечие αγλαΐζομε

αγλαΐζουμε

диалектное αγλαΐσομε

αγλαΐσουμε

β' πληθυντικό

αγλαΐζετε

αγλαΐσετε

γ' πληθυντικό

αγλαΐζουν

разговорное αγλαΐζουνε

αγλαΐσουν

разговорное αγλαΐσουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

αγλάιζα

αγλάισα

β' ενικο

αγλάιζες

αγλάισες

γ' ενικο

αγλάιζε

αγλάισε

α' πληθυντικό

αγλαΐζαμε

αγλαΐσαμε

β' πληθυντικό

αγλαΐζατε

αγλαΐσατε

γ' πληθυντικό

αγλάιζαν

разговорное αγλαΐζαν

разговорное αγλαΐζανε

αγλάισαν

разговорное αγλαΐσαν

разговорное αγλαΐσανε

προστακτική
γ' ενικο

αγλάιζε

αγλάισε

γ' πληθυντικό

αγλαΐζετε

αγλαΐστε

μετοχή

αγλαΐζοντας

απαρέμφατο

αγλαΐσει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.

αγλαΐζομαι

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

αγλαΐζομαι

αγλαϊστώ

β' ενικο

αγλαΐζεσαι

αγλαϊστείς

γ' ενικο

αγλαΐζεται

αγλαϊστεί

α' πληθυντικό

αγλαϊζόμαστε

книжное αγλαϊζόμεθα

αγλαϊστούμε

β' πληθυντικό

книжное αγλαΐζεσθε

αγλαΐζεστε

разговорное αγλαϊζόσαστε

αγλαϊστείτε

γ' πληθυντικό

αγλαΐζονται

αγλαϊστούν

разговорное αγλαϊστούνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

αγλαϊζόμουν

разговорное αγλαϊζόμουνα

αγλαΐστηκα

β' ενικο

αγλαϊζόσουν

разговорное αγλαϊζόσουνα

αγλαΐστηκες

γ' ενικο

αγλαϊζόταν

разговорное αγλαϊζότανε

αγλαΐστηκε

α' πληθυντικό

разговорное αγλαϊζόμασταν

αγλαϊζόμαστε

αγλαϊστήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное αγλαϊζόσασταν

αγλαϊζόσαστε

αγλαϊστήκατε

γ' πληθυντικό

αγλαΐζονταν

разговорное αγλαϊζόντανε

разговорное αγλαϊζόντουσαν

αγλαΐστηκαν

разговорное αγλαϊστήκαν

разговорное αγλαϊστήκανε

προστακτική
γ' ενικο

αγλαΐσου

γ' πληθυντικό

αγλαΐζεστε

αγλαϊστείτε

μετοχή

αγλαϊζόμενος

αγλαϊσμένος

απαρέμφατο

αγλαϊστεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
придавать блеск, красоту (чему-либо)
делать блестящим, красивым (что-либо)

εμορφάδα Часть речи существительное

Слоги ε - μορ - φά - δα

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εμορφάδα

εμορφάδες

γενική

εμορφάδας

εμορφάδων

αιτιατική

εμορφάδα

εμορφάδες

κλητική

εμορφάδα

εμορφάδες

красота, краса

εμορφιά Часть речи существительное

Слоги ε - μορ - φιά

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

εμορφιά

εμορφιές

γενική

εμορφιάς

εμορφιών

αιτιατική

εμορφιά

εμορφιές

κλητική

εμορφιά

εμορφιές

красота, прелесть, изящество

ευμορφία Часть речи существительное

Слоги ευ - μορ - φί - α

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ευμορφία

ευμορφίες

γενική

ευμορφίας

ευμορφιών

αιτιατική

ευμορφία

ευμορφίες

κλητική

ευμορφία

ευμορφίες

красота, прелесть, изящество

καλλονή Часть речи существительное

Слоги καλ - λο - νή

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

καλλονή

καλλονές

γενική

καλλονής

καλλονών

αιτιατική

καλλονή

καλλονές

κλητική

καλλονή

καλλονές

красота

οι φυσικές καλλονές

красота природы, красоты (какой-либо местности)

красавица

κάλλος Часть речи существительное

Слоги κάλ - λος

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

κάλλος

κάλλη

γενική

κάλλους

αιτιατική

κάλλος

κάλλη

κλητική

κάλλος

κάλλη

красота

μορφιά Часть речи существительное

Слоги μορ - φιά

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

μορφιά

μορφιές

γενική

μορφιάς

μορφιών

αιτιατική

μορφιά

μορφιές

κλητική

μορφιά

μορφιές

красота

ομορφάδα Часть речи существительное

Слоги ο - μορ - φά - δα

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ομορφάδα

ομορφάδες

γενική

ομορφάδας

ομορφάδων

αιτιατική

ομορφάδα

ομορφάδες

κλητική

ομορφάδα

ομορφάδες

прелесть
красота

σπάνια ομορφιά

необыкновенная красота

редкая красота

ομορφιά Часть речи существительное

Слоги ο - μορ - φιά

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ομορφιά

ομορφιές

γενική

ομορφιάς

ομορφιών

αιτιατική

ομορφιά

ομορφιές

κλητική

ομορφιά

ομορφιές

прелесть
красота

σπάνια ομορφιά

необыкновенная красота

редкая красота

ωμορφιά Часть речи существительное

Слоги ω - μορ - φιά

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ωμορφιά

ωμορφιές

γενική

ωμορφιάς

ωμορφιών

αιτιατική

ωμορφιά

ωμορφιές

κλητική

ωμορφιά

ωμορφιές

красота, прелесть

ωραιότητα Часть речи существительное

Слоги ω - ραι - ό - τη - τα

Артикль ηженский родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ωραιότητα

ωραιότητες

γενική

ωραιότητας

ωραιοτήτων

αιτιατική

ωραιότητα

ωραιότητες

κλητική

ωραιότητα

ωραιότητες

красота, прелесть

ωραίο Часть речи существительное

Слоги ω - ραί - ο

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

ωραίο

ωραία

γενική

ωραίου

ωραίων

αιτιατική

ωραίο

ωραία

κλητική

ωραίο

ωραία

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
красота, прелесть

ηλιογεννημένος Часть речи прилагательное

Слоги η - λιο - γεν - νη - μέ - νος

Степени сравнения

Склонение

συγκριτικός σχετικός υπερθετικός απόλυτος υπερθετικός
ηλιογεννημενότερος ο ηλιογεννημενότερος

ηλιογεννημενότατος

πιο ηλιογεννημένος ο πιο ηλιογεννημένος πολύ ηλιογεννημένος
ενικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ηλιογεννημένος

ηλιογεννημένη

ηλιογεννημένο

γενική

ηλιογεννημένου

ηλιογεννημένης

ηλιογεννημένου

αιτιατική

ηλιογεννημένο

ηλιογεννημένη

ηλιογεννημένο

κλητική

ηλιογεννημένε

ηλιογεννημένη

ηλιογεννημένο

πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική

ηλιογεννημένοι

ηλιογεννημένες

ηλιογεννημένα

γενική

ηλιογεννημένων

ηλιογεννημένων

ηλιογεννημένων

αιτιατική

ηλιογεννημένους

ηλιογεννημένες

ηλιογεννημένα

κλητική

ηλιογεννημένοι

ηλιογεννημένες

ηλιογεννημένα

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
необыкновенной красоты

καλλιστεία Часть речи существительное

Слоги καλ - λι - στεί - α

Артикль ταсредний родмножественное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

καλλιστεία

γενική

καλλιστείων

αιτιατική

καλλιστεία

κλητική

καλλιστεία

конкурс красоты

καλλιστεύω Часть речи глагол

Слоги καλ - λι - στεύ - ω

Переходность непереходный

Спряжение

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

καλλιστεύω

καλλιστέψω

β' ενικο

καλλιστεύεις

καλλιστέψεις

γ' ενικο

καλλιστεύει

καλλιστέψει

α' πληθυντικό

просторечие καλλιστεύομε

καλλιστεύουμε

диалектное καλλιστέψομε

καλλιστέψουμε

β' πληθυντικό

καλλιστεύετε

καλλιστέψετε

γ' πληθυντικό

καλλιστεύουν

разговорное καλλιστεύουνε

καλλιστέψουν

разговорное καλλιστέψουνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

καλλίστευα

καλλίστεψα

β' ενικο

καλλίστευες

καλλίστεψες

γ' ενικο

καλλίστευε

καλλίστεψε

α' πληθυντικό

καλλιστεύαμε

καλλιστέψαμε

β' πληθυντικό

καλλιστεύατε

καλλιστέψατε

γ' πληθυντικό

καλλίστευαν

разговорное καλλιστεύαν

разговорное καλλιστεύανε

καλλίστεψαν

разговорное καλλιστέψαν

разговорное καλλιστέψανε

προστακτική
γ' ενικο

καλλίστευε

καλλίστεψε

γ' πληθυντικό

καλλιστεύετε

καλλιστέψτε

μετοχή

καλλιστεύοντας

απαρέμφατο

καλλιστέψει

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
отличаться красотой

κοκεταρίζομαι Часть речи глагол

Слоги κο - κε - τα - ρί - ζο - μαι

Спряжение

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

κοκεταρίζομαι

κοκεταριστώ

β' ενικο

κοκεταρίζεσαι

κοκεταριστείς

γ' ενικο

κοκεταρίζεται

κοκεταριστεί

α' πληθυντικό

κοκεταριζόμαστε

книжное κοκεταριζόμεθα

κοκεταριστούμε

β' πληθυντικό

книжное κοκεταρίζεσθε

κοκεταρίζεστε

разговорное κοκεταριζόσαστε

κοκεταριστείτε

γ' πληθυντικό

κοκεταρίζονται

κοκεταριστούν

разговорное κοκεταριστούνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

κοκεταριζόμουν

разговорное κοκεταριζόμουνα

κοκεταρίστηκα

β' ενικο

κοκεταριζόσουν

разговорное κοκεταριζόσουνα

κοκεταρίστηκες

γ' ενικο

κοκεταριζόταν

разговорное κοκεταριζότανε

κοκεταρίστηκε

α' πληθυντικό

разговорное κοκεταριζόμασταν

κοκεταριζόμαστε

κοκεταριστήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное κοκεταριζόσασταν

κοκεταριζόσαστε

κοκεταριστήκατε

γ' πληθυντικό

κοκεταρίζονταν

разговорное κοκεταριζόντανε

разговорное κοκεταριζόντουσαν

κοκεταρίστηκαν

разговорное κοκεταριστήκαν

разговорное κοκεταριστήκανε

προστακτική
γ' ενικο

κοκεταρίζσου

γ' πληθυντικό

κοκεταρίζεστε

κοκεταριζτείτε

μετοχή

κοκεταρισμένος

απαρέμφατο

κοκεταριστεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
наводить красоту, заниматься своей внешностью

κοκετάρομαι Часть речи глагол

Слоги κο - κε - τά - ρο - μαι

Спряжение

πρόσωπο εξακολουθητικοί χρόνοι συνοπτικοί χρόνοι
ενεστώτας υποτακτική
α' ενικο

κοκετάρομαι

κοκεταριστώ

β' ενικο

κοκετάρεσαι

κοκεταριστείς

γ' ενικο

κοκετάρεται

κοκεταριστεί

α' πληθυντικό

κοκεταριζόμαστε

κοκεταριστούμε

β' πληθυντικό

κοκετάρεστε

разговорное κοκεταριζόσαστε

κοκεταριστείτε

γ' πληθυντικό

κοκετάρονται

κοκεταριστούν

разговорное κοκεταριστούνε

παρατατικός αόριστος
α' ενικο

κοκεταριζόμουν

разговорное κοκεταριζόμουνα

κοκεταρίστηκα

β' ενικο

κοκεταριζόσουν

разговорное κοκεταριζόσουνα

κοκεταρίστηκες

γ' ενικο

κοκεταριζόταν

разговорное κοκεταριζότανε

κοκεταρίστηκε

α' πληθυντικό

разговорное κοκεταριζόμασταν

κοκεταριζόμαστε

κοκεταριστήκαμε

β' πληθυντικό

разговорное κοκεταριζόσασταν

κοκεταριζόσαστε

κοκεταριστήκατε

γ' πληθυντικό

κοκεταρίζονταν

разговорное κοκεταριζόντανε

разговорное κοκεταριζόντουσαν

κοκεταρίστηκαν

разговорное κοκεταριστήκαν

разговорное κοκεταριστήκανε

προστακτική
γ' ενικο
γ' πληθυντικό

κοκετάρεστε

κοκεταριστείτε

μετοχή

κοκεταρισμένος

απαρέμφατο

κοκεταριστεί

Данные могут быть неточными. Таблица построена по шаблону.
наводить красоту, заниматься своей внешностью

όνειρο Часть речи существительное

Слоги ό - νει - ρο

Артикль τοсредний родединственное число

Склонение

ενικός πληθυντικός
ονομαστική

όνειρο

όνειρα

γενική

ονείρου

ονείρων

αιτιατική

όνειρο

όνειρα

κλητική

όνειρο

όνειρα

сновидение, сон

είδα όνειρο

мне приснилось

Σε είδα στο όνειρο.

Я видел тебя во сне.

Όνειρο θα το είδες ασφαλώς.

Ты, наверное, во сне это видел.

фантазия
перен. греза, мечта, несбыточное желание

Εκπληρώθηκε το όνειρό του.

Его мечта сбылась.

сказочная, волшебная красота